κολοκύθι

κολοκύθι
το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν)
νεοελλ.
1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» — ή, απλώς, «κολοκύθια» — λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία
2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι έσερνε κολοκύθια» — λέγεται γι' αυτούς που προσπαθούν να κάνουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους
νεοελλ.-μσν.
1. ο καρπός τού φυτού κολοκυθιά
2. δοχείο υγρών που κατασκευάζεται από τον καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, νεροκολοκύθα
αρχ.
(υποκορ. τού κολοκύνθη) μικρή κολοκυθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολοκύντιον < κολοκύνθιον. Ο τ. κολοκύνθιον, υποκορ. τού κολοκύνθη, και ο τ. κολοκύθι(ον) με απλοποίηση τού συμπλέγματος -νθ- (πρβλ. ανθός: αθός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολοκύθι — το 1. ο καρπός της κολοκυθιάς. 2. φρ., «κολοκύθια με τη ρίγανη», λόγια ασυνάρτητα και ανόητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοκυθένιος — α, ο [κολοκύθι] 1. αυτός που αναφέρεται στο κολοκύθι ή που έχει γίνει από κολοκύθι 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, ασήμαντος …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθάκι — το 1. μικρό κολοκύθι 2. κολοκύθι …   Dictionary of Greek

  • κολοκύθα — η 1. μεγάλο κολοκύθι 2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος νθ για ευφωνικούς λόγους… …   Dictionary of Greek

  • κολόκυθος — ο [κολοκύθι] 1. μεγάλο κολοκύθι 2. παροιμ. «οπού καεί στον κολόκυθο φυσά και το γιαούρτι» γι αυτούς που προφυλάγονται από τα πάντα λόγω παλαιότερου παθήματός τους …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθάκι — το υποκορ. του κολοκύθι μικρό κολοκύθι: Φάγαμε κολοκυθάκια βραστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθόπιτα — η πίτα με κύριο συστατικό στη γέμιση πολτό από πράσινα κολοκύθια ή γλυκιά κόκκινη κολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα / κολοκύθι + πίτα] …   Dictionary of Greek

  • κολοκύθιον — κολοκύθιον, τὸ (Μ) βλ. κολοκύθι …   Dictionary of Greek

  • κολοκύνθι(ο)ν — κολοκύνθι(ο)ν, τὸ (Μ) βλ. κολοκύθι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”